- ρητιάριος
- και ῥητιᾱρις, ὁ, Αμονομάχος που αγωνιζόταν χρησιμοποιώντας δίχτυ για να περιτυλίξει με αυτό και να καταβάλει τον αντίπαλό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. retiarius «μονομάχος» (< rete «δίχτυ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.